- ὑαλίης
- ὑαλίης· εἰκαῖος, βλοσυρός, Theognost.Can.18, Hsch.: cf. ὑανέοος.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υαλίης — και ὑαλιεύς Α (κατά τον Ησύχ.) «εἰκαῑος, βλοσυρός» … Dictionary of Greek